Χριστιανισμός και Μαθηματικές Επιστήμες – Η Ηλιοκεντρική Υπόθεση.

Ο μαθηματικός Φρήμαν Ντάυσον (Freeman Dyson) λέει:

«Η δυτική επιστήμη αναπτύχθηκε από τη χριστιανική θεολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι η σύγχρονη επιστήμη γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη στη χριστιανική Ευρώπη., αφήνοντας πίσω τον υπόλοιπο κόσμο. Χίλια χρόνια θεολογικών διαφωνιών καλλιέργησαν τη συνήθεια της αναλυτικής σκέψης, η οποία μπορούσε να εφαρμοστεί στην ανάλυση των φυσικών φαινομένων. Από την άλλη πλευρά, οι στενές ιστορικές σχέσεις μεταξύ θεολογίας και επιστήμης έχουν προκαλέσει συγκρούσεις μεταξύ επιστήμης και χριστιανισμού — συγκρούσεις που δεν εμφανίζονται μεταξύ της επιστήμης και άλλων θρησκειών.»

Χριστιανισμός

Ο Χριστιανισμός είχε σημαντική επιρροή στις μαθηματικές επιστήμες, ιδιαίτερα τον 17ο και 18ο αιώνα. Υπάρχει η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι ο Χριστιανισμός και η επιστήμη, ειδικά οι μαθηματικές επιστήμες, βρίσκονταν σε αντιπαράθεση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ωστόσο, αυτή η άποψη υπεραπλουστεύει την κατάσταση, δίνοντας μια εντελώς εσφαλμένη εντύπωση για την εξέλιξη των μαθηματικών επιστημών σε αυτή τη σημαντική εποχή. Για παράδειγμα, τέσσερις άνθρωποι που πιθανώς προσέφεσαν όσο κανείς άλλος για την επανάσταση στων μαθηματικών επιστημών τον 16ο και 17ο αιώνα —ο Κοπέρνικος, ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος και ο Νεύτωνας— ήταν όλοι βαθιά θρησκευόμενοι χριστιανοί, οι οποίοι, με διάφορους τρόπους, έβλεπαν το επιστημονικό τους έργο ως θρησκευτικό καθήκον.

Ελληνες φιλόσοφοι

Για να κατανοήσουμε τις λεπτομέρειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ του Χριστιανισμού και των μαθηματικών επιστημών κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, χρειάζεται να ανατρέξουμε στους Έλληνες φιλοσόφους. Ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι να δούμε συνοπτικά τον Πυθαγόρα, ο οποίος ανέπτυξε μια κοσμοθεωρία όπου τα μαθηματικά και η θρησκεία ήταν απόλυτα συνδεδεμένα.

Ο Πυθαγόρας διέκρινε την ομορφιά στη θεωρία των αριθμών και είδε αυτή τη μαθηματική ομορφιά να μεταφράζεται σε μουσική αρμονία. Από εκεί διαμόρφωσε μια θεώρηση του κόσμου βασισμένη σε αριθμούς και γεωμετρικά σχήματα. Πίστευε ότι η Γη ήταν σφαίρα, όχι εξαιτίας κάποιου πειραματικού ευρήματος, αλλά επειδή θεωρούσε τη σφαίρα το πιο τέλειο σχήμα· άρα, η Γη έπρεπε να είναι σφαιρική. Επιπλέον, πίστευε ότι η Γη δεν βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος και ότι κινείται. Ο Μπέρτραντ Ράσελ σημειώνει την επιρροή του Πυθαγόρα όχι μόνο στην επιστήμη αλλά και στη χριστιανική σκέψη:

«Ολόκληρη η σύλληψη ενός αιώνιου κόσμου, που αποκαλύπτεται μέσω της νόησης αλλά δεν γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις, προέρχεται από τον Πυθαγόρα. Χωρίς αυτόν, ούτε οι Χριστιανοί θα είχαν σκεφτεί τον Χριστό ως τον Λόγο (το «λόγος» του Ευαγγελίου του Ιωάννη), ούτε οι θεολόγοι θα είχαν αναζητήσει λογικές αποδείξεις για τον Θεό και την αθανασία.»

Οι δύο αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στον Χριστιανισμό ήταν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.

Η θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα αναδεικνύει τις έννοιες ως θεμελιώδεις και πραγματικές, ενώ η φυσική υλοποίηση αυτών των ιδεών θεωρείται λιγότερο πραγματική και μικρότερης σημασίας. Ο Πλάτωνας έβλεπε τα μαθηματικά ως την πιο θεμελιώδη από όλες τις ιδέες, και ο απαγωγικός συλλογισμός των μαθηματικών θεωρείτο ο ιδανικός τρόπος για την απόκτηση γνώσης. Όπως και ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας θεωρούσε τη σφαίρα ως το ιδανικό σχήμα, και έτσι υποστήριζε ότι η Γη πρέπει να είναι σφαίρα. Παρομοίως, οι κύκλοι θεωρούνταν οι πιο τέλειες καμπύλες, οπότε οι πλανήτες έπρεπε να κινούνται σε κύκλους.

Ο Αριστοτέλης βασίστηκε στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, βελτιώνοντάς την και τροποποιώντας την με διάφορους τρόπους. Ήταν ένας ιδιαίτερα θρησκευόμενος άνθρωπος και ανέλυσε εκτενώς την έννοια του Θεού στα έργα του. Στα Μεταφυσικά, προσφέρει μια απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, βασισμένη σε ένα λογικό επιχείρημα για την κίνηση: κάθε κίνηση έχει μια αιτία, και έτσι πρέπει να υπάρχει μια Πρώτη Αιτία της κίνησης, που είναι ο Θεός. Ο Ράσελ περιγράφει τις ιδέες του Αριστοτέλη για τον Θεό:

“Η ζωή ανήκει επίσης στον Θεό. Η πραγματικότητα της σκέψης είναι η ζωή, και ο Θεός είναι αυτή η πραγματικότητα· η αυτοεξαρτώμενη πραγματικότητα του Θεού είναι η καλύτερη και αιώνια μορφή ζωής. Λέμε, λοιπόν, ότι ο Θεός είναι ένα ζωντανό ον, αιώνιο, εξαιρετικά καλό, και ότι η αδιάκοπη και αιώνια διάρκεια ανήκει στον Θεό, γιατί αυτός είναι ο Θεός.”

Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης δεν θεωρούσε τον Θεό δημιουργό του κόσμου, καθώς πίστευε ότι ο κόσμος υπήρχε ανέκαθεν. Η κοσμοθεωρία του βασιζόταν σε μια σφαιρική Γη, γύρω από την οποία περιστρέφονταν κρυστάλλινες σφαίρες που έφεραν τον Ήλιο, τη Σελήνη και τους πλανήτες. Απέδιδε «φυσικές» ιδιότητες στις ουσίες, οι οποίες καθόριζαν τις κινήσεις τους.

Αγία Γραφή

Αυγουστίνος Ιππώνος

Οι Ελληνες φιλόσοφοι και η σύνδεσή τους με τα μαθηματικά είναι πιθανώς γνωστή, η σχέση τους με τον Χριστιανισμό μπορεί να είναι λιγότερο προφανής. O Αυγουστίνος Ιππώνος, ο οποίος γεννήθηκε το 354 και εκχριστιανίστηκε το 386, διαμόρφωσε τη χριστιανική θεολογία.

Ένα από τα βασικά έργα του Αυγουστίνου ήταν η υπεράσπιση της καθολικής πίστης απέναντι σε θεωρίες που θεωρούνταν αιρετικές. Το 401 έγραψε το De Genesi ad litteram μια κυριολεκτική ερμηνεία της Γένεσης, όπου προϋπέθετε ότι η Αγία Γραφή είναι αληθινή και ότι οι σωστές επιστημονικές περιγραφές του κόσμου δεν πρέπει να έρχονται σε σύγκρουση με αυτήν, όταν η Γραφή ερμηνεύεται σωστά.

Ο Αυγουστίνος επιχειρηματολόγησε ενάντια σε δύο τύπους επίθεσης της αλήθειας της δημιουργίας, όπως περιγράφεται στη Γένεση. Ο πρώτος τύπος επίθεσης βασιζόταν αποκλειστικά στη λογική και ο δεύτερος τύπος προερχόταν από τη φυσική του Αριστοτέλη. Για παράδειγμα, στο Κεφάλαιο 1, εδάφιο 7 της Γένεσης, αναφέρεται: 

«Και έδωσεν ύπαρξιν ο Θεός στον ουράνιον θόλον και διεχώρισε τα ύδατα, τα οποία ήσαν επί της γης κάτω από τον ουρανόν, από τα νερά, τα οποία ήσαν επάνω εις τα νέφη του ουρανού.”

Ο Αυγουστίνος απαντούσε στις ενστάσεις αυτές, επιδιώκοντας να ερμηνεύσει τη Βιβλική διήγηση με τρόπο που να εναρμονίζεται με τη λογική και την αναζήτηση της αλήθειας, χωρίς να μειώνεται η πίστη στη Γραφή.

Έπρεπε να απαντήσει σε όσους υποστήριζαν ότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η «κατάλληλη θέση» για το νερό είναι κάτω, οπότε πώς θα μπορούσε να υπάρχει νερό «πάνω από το στερέωμα».

Ο ίδιος υποστηρίζει μια κυριολεκτική ερμηνεία σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα:

«Η Αγία Γραφή, στο συνηθισμένο της ύφος, μιλάει με τους περιορισμούς της ανθρώπινης γλώσσας όταν απευθύνεται σε άτομα με περιορισμένη κατανόηση.»

Σχολαστικισμός

Εάν ο Αυγουστίνος είναι ο πιο υπεύθυνος για την εισαγωγή της φιλοσοφίας του Πλάτωνα στον Χριστιανισμό, τότε ο Θωμάς Ακινάτης, τον 13ο αιώνα, πρέπει να θεωρηθεί εκείνος που ήταν ο πιο υπεύθυνος για την απορρόφηση της φιλοσοφίας και της φυσικής του Αριστοτέλη στη χριστιανική σκέψη. Το αποτέλεσμα ήταν η προσπάθειά του να συνδυάσει τη λογική και την πίστη, μια σημαντική συμβολή στο Σχολαστικισμό. Συνέβαλε ώστε να θεωρηθεί η λογική, τα μαθηματικά και η επιστήμη να συμβάλλουν στον Χριστιανισμό, παρά οτι δεν είναι αντίθετοι σε αυτόν. Το σύμπαν της κυκλικής κίνησης και των κρυστάλλινων σφαιρών του Αριστοτέλη έγινε μέρος της χριστιανικής θεώρησης του κόσμου, αν και η ιδέα του Αριστοτέλη για ένα σύμπαν που πάντα υπήρχε αντικαταστάθηκε από τη δημιουργία του σύμπαντος από τον Θεό, όπως περιγράφεται στη Γένεση. Οι εξελίξεις της αστρονομίας του Αριστοτέλη από τον Πτολεμαίο έγιναν κάτι περισσότερο από μια επιστημονική πεποίθηση. Για πολλούς Χριστιανούς, έγιναν μέρος της θρησκευτικής τους πεποίθησης.

Νικολάι Κοπέρνικος.

Ο Κοπέρνικος, τον 16ο αιώνα, θεωρείται συχνά ότι παρέχει την επανάσταση που θα ανέτρεπε αυτήν την αρχαία ελληνική κοσμοθεωρία. Αυτό δεν είναι αρκετά ακριβές για διάφορους λόγους. Πρώτον, ο ίδιος ο Κοπέρνικος ήταν πολύ κοντά στις ιδέες των αρχαίων Ελλήνων μαθηματικών, και δεύτερον, το βιβλίο του «Περί των Περιστροφών των Ουρανίων Σφαιρών» (De Revolutionibus Orbium Coelestium) είχε μικρό αντίκτυπο όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Ο Κοπέρνικος χρησιμοποίησε δεδομένα παρατήρησης από τους Έλληνες αστρονόμους και παρέμεινε σταθερά στην πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι η τέλεια κίνηση των ουράνιων σωμάτων έπρεπε να είναι κυκλική. Αυτή η επιμονή στην κυκλική κίνηση σήμαινε ότι, για να ταιριάζει με τις παρατηρήσεις, ο Κοπέρνικος έπρεπε να τοποθετήσει το κέντρο του σύμπαντος όχι στον Ήλιο, αλλά σε ένα σημείο κοντά στον Ήλιο, γύρω από το οποίο περιστρέφονταν τόσο η Γη όσο και ο Ήλιος.

Την θεωρία κύκλων και επικυκλίων για τους πλανήτες, γνωστή ως Πτολεμαϊκό σύστημα τροποποίησε ο Κοπέρνικος στο δικό του μαθηματικό μοντέλο.

Αντιλήφθηκε ότι οι θεολόγοι ενδέχεται να επιτεθούν στο έργο του, θεωρώντας το αντίθετο με τις Αγίες Γραφές. Έγραψε στην εισαγωγή του:

«Ίσως να υπάρχουν κάποιοι φλύαροι που, αν και αγνοούν εντελώς τα μαθηματικά, θα αναλάβουν να κρίνουν μαθηματικά ζητήματα, και λόγω κάποιου χωρίου της Γραφής, το οποίο έχει παραμορφωθεί για αυτό τον σκοπό, θα τολμήσουν να επικρίνουν και να επιτεθούν σε αυτό που παρουσίασα εδώ.»

Φυσικά, ο Κοπέρνικος είχε δίκιο στην υπόθεση ότι θα υπήρχαν επιθέσεις. Για παράδειγμα, ο Τολοσάνι (Giovanni Maria Tolosani) ένας Δομινικανός που ήταν σύγχρονος του Κοπέρνικου έγραψε ότι ο Κοπέρνικος:

«… φαίνεται να μην είναι εξοικειωμένος με την Αγία Γραφή, καθώς έρχεται σε αντίθεση με ορισμένες από τις αρχές της, όχι χωρίς τον κίνδυνο για τον εαυτό του και για τους αναγνώστες του βιβλίου του να απομακρυνθούν από την πίστη…»

Τα επιχειρήματα του Τολοσάνι κατά του Κοπέρνικου ήταν ότι, εκτός από την αντίφαση με την Αγία Γραφή, οι ιδέες του έρχονταν σε αντίθεση με τη φυσική του Αριστοτέλη:

«… στη φαντασία του, αλλάζει τη σειρά των πλασμάτων του Θεού στο σύστημά του όταν … επιδιώκει να ανυψώσει τη Γη, που είναι βαρύτερη από τα άλλα στοιχεία, από την κάτω θέση της στη σφαίρα όπου όλοι με κοινή συναίνεση εντοπίζουν σωστά τη σφαίρα του Ήλιου, και να ρίξει τη σφαίρα του Ήλιου στη θέση της Γης, παραβιάζοντας την ορθολογική τάξη και την Ιερά Γραφή, που δηλώνει ότι ο ουρανός είναι επάνω, ενώ η Γη είναι κάτω…».

Γιόχαν Κέπλερ

Kepler

Ο Κέπλερ, από την άλλη πλευρά, έκανε ένα ακόμη πιο τολμηρό βήμα απομακρυνόμενος από τις αριστοτελικές αντιλήψεις, σε σχέση με τον Κοπέρνικο. Όχι μόνο αποδέχτηκε ότι η Γη κινείται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, αλλά εισήγαγε και μια νέα, εξαιρετική ιδέα: τα ουράνια σώματα δεν ταξιδεύουν σε κύκλους, αλλά σε ελλείψεις. Σε αντίθεση με τους καθολικούς μαθηματικούς που εξετάσαμε νωρίτερα, ο Κέπλερ ήταν Λουθηρανός. Πιστός χριστιανός, έγραψε στο Κοσμικό μυστήριο (ή Το μυστικό του Σύμπαντος, Mysterium Cosmographicum), (1596):

«Αναλαμβάνω να αποδείξω ότι ο Θεός, δημιουργώντας το σύμπαν και ρυθμίζοντας την τάξη του, είχε κατά νου τα πέντε κανονικά γεωμετρικά στερεά, γνωστά από την εποχή του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα, και ότι καθόρισε, σύμφωνα με αυτές τις διαστάσεις, τον αριθμό των ουρανίων σφαιρών, τις αναλογίες τους και τις σχέσεις των κινήσεών τους.»

Ξεκίνησε το βιβλίο του με μια αναφορά στη συνάφεια των απόψεών του με την Αγία Γραφή, λέγοντας:

Είναι πράξη ευσέβειας, στην αρχή αυτής της μελέτης για τη Φύση, να εξετάσουμε εάν υπάρχει κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την Ιερά Γραφή.

Astronomia Nova

Παρ’ όλα αυτά, ο Κέπλερ «δέχθηκε επιθέσεις». Οι Λουθηρανοί ανησυχούσαν ότι οι θεωρίες του θα μπορούσαν να προκαλέσουν διασπάσεις μέσα στην Εκκλησία τους, σε μια εποχή που υπήρχε ήδη μεγάλη αναταραχή καθώς διάφοροι κλάδοι της Χριστιανικής Εκκλησίας διχάζονταν μεταξύ τους. Ωστόσο, ο Κέπλερ δεν έβλεπε κανένα λόγο για τον οποίο η θεωρία του Κοπέρνικου θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στην Αγία Γραφή. Αντιμετώπισε το ζήτημα άμεσα στην εισαγωγή της Νέα Αστρονομία (Astronomia nova, 1609), γράφοντας

«Η ευσέβεια εμποδίζει πολλούς να συμφωνήσουν με τον Κοπέρνικο, επειδή φοβούνται μήπως θεωρηθεί ότι το Άγιο Πνεύμα, που μιλά στη Γραφή, λέει κάτι ψευδές, αν υποστηρίξουμε ότι η Γη κινείται ενώ ο Ήλιος μένει ακίνητος. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να θυμούνται ότι κατανοούμε τα περισσότερα και τα σημαντικότερα πράγματα μέσω της αίσθησης της όρασης και επομένως η ομιλία μας δεν μπορεί να αποκοπεί από την οπτική αντίληψη. Έτσι, πολλές φορές μιλάμε τη γλώσσα της οπτικής αίσθησης, παρόλο που γνωρίζουμε σίγουρα ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική»

Για τον Κέπλερ, έναν αφοσιωμένο Χριστιανό, τα μαθηματικά ήταν από μόνα τους ένα είδος θρησκευτικού εγχειρήματος.

Από την άλλη, η Καθολική Εκκλησία, σε αντίθεση με τις θέσεις του Λούθηρου, δήλωσε ότι η ερμηνεία της Αγίας Γραφής ανήκει αποκλειστικά στην Εκκλησία. Η αυστηρότητα αυτή οδήγησε σε τραγικές καταδίκες. Ο Τζορντάνο Μπρούνο (Giordano Bruno), που υποστήριξε την ηλιοκεντρική θεωρία και ισχυρίστηκε ότι το σύμπαν είναι άπειρο στο έργο του Cena de le Ceneri (1584), τιμωρήθηκε από την Ιερά Εξέταση. Εκεί, υπερασπιζόταν την ιδέα ότι η Αγία Γραφή δεν αποσκοπούσε στη διδασκαλία της αστρονομίας αλλά στη διαμόρφωση ηθών. Τελικά, ο Μπρούνο καταδικάστηκε σε θάνατο και κάηκε στην πυρά τον Φεβρουάριο του 1600.

Γαλιλαίο Γαλιλαίι.

Ο Γαλιλαίος, πιστός στη θεωρία του Κοπέρνικου, διατηρούσε αλληλογραφία με τον Κέπλερ. Μέχρι το 1613, οι τηλεσκοπικές παρατηρήσεις των δορυφόρων του Δία τον έπεισαν ότι η Γη και οι πλανήτες περιφέρονταν γύρω από τον Ήλιο. Παρασύρθηκε στη δημόσια διαμάχη όταν ο μαθητής του, Μπενεντέτο Καστέλι (Benedetto Castelli), που είχε διοριστεί καθηγητής μαθηματικών στην Πίζα, κλήθηκε τον Δεκέμβριο του 1613 από τον Μεγάλο Δούκα Κόζιμο Β΄ και τη μητέρα του, Μεγάλη Δούκισσα Χριστίνα της Λωρραίνης, να εξηγήσει τις φαινομενικές αντιφάσεις μεταξύ της θεωρίας του Κοπέρνικου και της Αγίας Γραφής. Ο Καστέλι υπερασπίστηκε ένθερμα τις θέσεις του Κοπέρνικου και ενημέρωσε τον Γαλιλαίο για την επιτυχία του στη συζήτηση. Ο Γαλιλαίος, ωστόσο, λιγότερο σίγουρος για το αποτέλεσμα, χρησιμοποίησε επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα που είχε διατυπώσει ο Κέπλερ στο Astronomia nova.

Η πιο εξέχουσα προσωπικότητα της Καθολικής Εκκλησίας στον τομέα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής εκείνη την εποχή ήταν ο καρδινάλιος Ρόμπερ Μπελλαρμίνε (Robert Bellarmine). Εκείνη την περίοδο, ο Μπελλαρμίνε φαίνεται να θεώρησε ότι η Εκκλησία δεν είχε λόγο να ανησυχεί για τη θεωρία του Κοπέρνικου. Ο Μπελλαρμίνε τότε αντιμετώπιζε τη θεωρία περισσότερο ως μια κομψή μαθηματική προσέγγιση, που δεν απειλούσε τη χριστιανική άποψη για τη δομή του σύμπαντος.

Ανταλλάχθηκαν πολλές επιστολές μεταξύ θεολόγων, επιστημόνων και μαθηματικών, όπου διατυπώθηκαν επιχειρήματα τόσο θεολογικά όσο και επιστημονικά. Ο ίδιος ο Γαλιλαίος άρχισε να προβάλλει όχι μόνο επιστημονικά αλλά και θεολογικά επιχειρήματα, υποστηρίζοντας ότι η Αγία Γραφή αποσκοπούσε στη διδασκαλία της ηθικής και όχι στη διδασκαλία της φυσικής.

Ο Γαλιλαίος, ξεκινώντας από την υπόθεση ότι οι Γραφές είναι αληθινές, θεώρησε ότι οι ερμηνείες τους πρέπει να συνάδουν με τις επιστημονικά αποδεδειγμένες θεωρίες. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο Γαλιλαίος δεν αντιμαχόταν τον Χριστιανισμό. Αντιθέτως, θεωρούσε τον εαυτό του πιστό Χριστιανό, που επιχειρούσε να προστατεύσει τη θρησκεία από ενδεχόμενα λάθη. Τόνιζε ότι οι θεολόγοι δεν έχουν τη δικαιοδοσία να επιβάλουν σε έναν μαθηματικό τι να πιστεύει για τα μαθηματικά, δηλώνοντας:.

…υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να δίνεις εντολές σε έναν μαθηματικό ή έναν φυσικό φιλόσοφο και στο να δίνεις εντολές σε έναν έμπορο ή δικηγόρο. Τα αποδεδειγμένα συμπεράσματα για τα φυσικά και ουράνια φαινόμενα δεν αλλάζουν με την ίδια ευκολία όπως οι απόψεις για το τι είναι ή δεν είναι νόμιμο σε μια σύμβαση.

Χωρίς πλέον να συγκρατείται, ο Γαλιλαίος δήλωσε ξεκάθαρα ότι η θεωρία του Κοπέρνικου δεν ήταν για αυτόν απλώς ένα μαθηματικό εργαλείο, αλλά αντιπροσώπευε μια φυσική πραγματικότητα:

Πιστεύω ότι ο Ήλιος βρίσκεται στο κέντρο των περιστροφών των ουράνιων σφαιρών και δεν αλλάζει θέση, ενώ η Γη περιστρέφεται και κινείται γύρω του.

Η Καθολική Εκκλησία βρισκόταν σε μια έντονη διαμάχη με τις Προτεσταντικές Εκκλησίες εκείνη την περίοδο. Ένα από τα κύρια σημεία σύγκρουσης αφορούσε το αν ένα άτομο μπορούσε να διαμορφώσει τη δική του ερμηνεία της Αγίας Γραφής (η προτεσταντική άποψη) ή αν, όπως υποστήριζε η Καθολική Εκκλησία και είχε ξεκάθαρα διατυπώσει στη Σύνοδο του Τρέντο το 1546, όλοι έπρεπε να αποδέχονται την ερμηνεία της Εκκλησίας. Τα επιχειρήματα του Γαλιλαίου αγγίζαν επικίνδυνα αυτό το ευαίσθητο ζήτημα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατο για την Καθολική Εκκλησία να παραμείνει αμέτοχη. Ο Πάπας Παύλος Ε’ διέταξε τον Bellarmine να ζητήσει από την Ιερά Εξέταση να αποφανθεί σχετικά με τη θεωρία του Κοπέρνικου. Οι καρδινάλιοι της Ιεράς Εξέτασης συνεδρίασαν στις 24 Φεβρουαρίου 1616 και συμβουλεύτηκαν θεολόγους ειδικούς επί του θέματος

Οι θεολόγοι χρειάστηκαν μόνο λίγες ημέρες για να αποφασίσουν και, ίσως παραδόξως, η ετυμηγορία φαίνεται να αποσκοπούσε περισσότερο στην υπεράσπιση της φυσικής του Αριστοτέλη παρά της ίδιας της Αγίας Γραφής. Η Ιερά Εξέταση ανέφερε:

… όλοι δήλωσαν ότι η άποψη ενός ακίνητου Ήλιου είναι ανόητη και παράλογη από την άποψη της φυσικής φιλοσοφίας.

Μόνο δευτερευόντως αναφέρθηκε ότι η θεωρία του Κοπέρνικου αντιβαίνει στις Γραφές, και η απόφαση διατύπωνε ότι:

«… το δόγμα που αποδίδεται στον Κοπέρνικο … δεν μπορεί να υποστηριχθεί ή να διατηρηθεί.»

Ο Μπελλαρμίνε μετέφερε την απόφαση της Ιεράς Εξέτασης στον Γαλιλαίο, ο οποίος δεν είχε εμπλακεί προσωπικά στη δίκη. Κατόπιν αιτήματός του, ο Μπελλαρμίνε του έδωσε ένα γραπτό πιστοποιητικό, το οποίο ξεκαθάριζε τη θέση του Γαλιλαίου. Σε αυτό αναφερόταν ότι του απαγορευόταν να υποστηρίζει την κοπερνίκεια άποψη.

Ανεξάρτητα από αυτό, το αποτέλεσμα της απόφασης του 1616 της Ιεράς Εξέτασης ήταν να απαγορεύσει στους Καθολικούς να διαβάζουν τις Περί των Περιστροφών των Ουρανίων Σφαιρών του Κοπέρνικου μέχρι να «διορθωθεί». Παρ’ όλα αυτά, κανένα από τα έργα του Γαλιλαίου δεν καταχωρήθηκε στα απαγορευμενα βιβλία, και η εκδοχή της απόφασης που έδωσε ο Μπελλαρμίνε στον Γαλιλαίο φαινόταν να του επιτρέπει ακόμα να συζητά τα πλεονεκτήματα της αριστοτελικής και της κοπερνίκειας θεωρίας. Η μόνη απαγόρευση που του επιβλήθηκε ήταν να μην ισχυρίζεται ότι η θεωρία του Κοπέρνικου είναι αληθινή.

Χειρόγραφο του Γαλιλέου

Τον Μάρτιο του 1632, ο Γαλιλαίος δημοσίευσε τον Διάλογο σχετικά με τα δύο κύρια συστήματα του κόσμου – τον Πτολεμαϊκό και τον Κοπέρνικο. Το έργο είχε τη μορφή διαλόγου ανάμεσα στον Σαλβιάτι, που υποστήριζε το κοπερνίκειο σύστημα, και τον Σιμπλίτσιο, έναν αριστοτελικό φιλόσοφο. Το αποκορύφωμα του βιβλίου ήταν το επιχείρημα του Σαλβιάτι ότι η Γη κινείται, βασισμένο στη θεωρία του Γαλιλαίου για τις παλίρροιες. Αν και ο Γαλιλαίος υποστήριζε την ορθότητα της θεωρίας αυτής, ήταν στην πραγματικότητα λανθασμένη, αφού ο Κέπλερ είχε ήδη διατυπώσει τη σωστή εξήγηση.

Θα μπορούσε κανείς εύλογα να αναρωτηθεί γιατί ο Γαλιλαίος δημοσίευσε τον Διάλογο μετά την απόφαση του 1616. Οι λόγοι πίσω από τη συγγραφή και τη δημοσίευση του έργου δεν βασίζονταν αποκλειστικά στο πιστοποιητικό που του είχε δώσει ο Bellarmine. Ο Γαλιλαίος ένιωθε ασφαλής, δεδομένου ότι ο Maffeo Barberini, θαυμαστής του, είχε εν τω μεταξύ εκλεγεί Πάπας ως Urban VIII. Μετά την εκλογή του, ο Πάπας κάλεσε τον Γαλιλαίο σε έξι παπικά ακροατήρια, δίνοντάς του την εντύπωση ότι η Καθολική Εκκλησία δεν θα εναντιωνόταν στη θεωρία του Κοπέρνικου.

Λίγο μετά τη δημοσίευση του Διαλόγου, η Ιερά Εξέταση απαγόρευσε την πώλησή του και διέταξε τον Γαλιλαίο να εμφανιστεί ενώπιόν της στη Ρώμη. Λόγω ασθένειας, ο Γαλιλαίος δεν μπόρεσε να ταξιδέψει αμέσως, και έφτασε στη Ρώμη το 1633. Εκεί ήρθε αντιμέτωπος με μια εναλλακτική εκδοχή της απόφασης του 1616, ένα ανυπόγραφο έγγραφο, ενώ ο Γαλιλαίος διατηρούσε στην κατοχή του το πιστοποιητικό που είχε υπογράψει ο Μπελλαρμίνε το 1616. Ο Μπελλαρμίνε ωστόσο, είχε πεθάνει το 1621, και δεν ήταν πλέον διαθέσιμος για να διευκρινίσει τη διαφορά μεταξύ των δύο εκδοχών. Με τα σημερινά νομικά πρότυπα, θα αναμενόταν να απορριφθεί η εναλλακτική εκδοχή, που ανέφερε ότι στον Γαλιλαίο απαγορευόταν να διδάσκει τη θεωρία του Κοπέρνικου. Ωστόσο, η κατηγορία του Γαλιλαίου στη δίκη που ακολούθησε ήταν ότι είχε παραβιάσει τους όρους της ανυπόγραφης εναλλακτικής εκδοχής. Η αλήθεια της θεωρίας του Κοπέρνικου δεν αποτέλεσε θέμα συζήτησης στη δίκη· είχε ήδη χαρακτηριστεί ψευδής από την απόφαση του 1616.

Ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε ως ένοχος και η ποινή του ήταν ισόβια κάθειρξη. Ωστόσο, η ποινή εκτελέστηκε με επιείκεια, και περιορίστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό αντί για φυλάκιση. Επέστρεψε στο σπίτι του, αλλά υποχρεώθηκε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του υπό τον έλεγχο αξιωματούχων της Ιεράς Εξέτασης.

Παρά τις διώξεις από την Εκκλησία, ο Γαλιλαίος παρέμεινε αφοσιωμένος στον Χριστιανισμό. Προς το τέλος της ζωής του, έγραψε:

«Έχω δύο πηγές αέναης παρηγοριάς – πρώτον, ότι στα γραπτά μου δεν υπάρχει η παραμικρή σκιά ασέβειας προς την Αγία Εκκλησία· και δεύτερον, τη μαρτυρία της δικής μου συνείδησης, που μόνο εγώ και ο Θεός στον ουρανό γνωρίζουμε καλά.»

Παραμομπές

1. J O’Connor and E F Robertson, “Christianity and the Mathematical Sciences – the Heliocentric Hypothesis”, School of Mathematics and Statistics, University of St Andrews, Scotland, 2002

2. Φαίδρα Παπανελοπούλου , «Ιστορία Φυσικών Επιστημών», eClass ΕΚΠΑ, 2014

3. Revolution and Enlightenment, https://www.slideserve.com/uttara/ch-10-revolution-and-enlightenment

4. The Enlightenment And Revolutions, https://slideplayer.com/slide/13509022/

5. Η Μηχανή του Χρόνου, https://www.mixanitouxronou.gr/o-epistimonas-pou-koroidepse-ton-papa-an-ke-itan-fili-geliopiouse-opion-ton-amfisvitouse-i-istoria-tou-galileou-pou-apokirixe-to-eafto-tou/

Youtube

9:24 λεπτά, στα Αγγλικά

Ευχαριστώ πολύ την φίλη μου Κίττυ Παπαδοπούλου για την διόρθωση του κειμένου.

Χριστόδουλος Λάζαρης
Μαθηματικός, Πάτρα,
MSc Στατιστικής, Παρίσι,
MSc Πληροφορικής, Παρίσι,
BSc Digital Technology and Design, Δουβλίνο.