Τον πρώτο χρόνο στην Πάτρα, 1977-1978, έμενα στο κέντρο, Πουκεβίλ 7, ένα δρομάκι μεταξύ Κορίνθου και Μαιζώνος, λίγο πριν την πλατεία Όλγας. Εκεί έμενα με το Απόστολο, συμμαθητής και φίλος (και αργότερα κουμπάρος) από την Θεσσαλονίκη. Εγώ Μαθηματικός, αυτός Βιολόγος. Το ίδιο χρόνο είχαν περάσει στο Μαθηματικό και δύο άλλοι συμμαθητές και φίλοι, ο Κοσμάς και ο Ηλίας, που μένανε στην Αγυιά, στις αρχές της Πάτρας. Αυτοί είχαν πιάσει ένα τριάρι επειδή ο ιδιοκτήτης ήταν γνωστός του πατέρα του Ηλία, και το νοίκι ήταν σε “φιλική” τιμή με αποτέλεσμα το ένα δωμάτιο να είναι άδειο.
Το 1977 ήταν η χρονιά που προσπαθούσε ο Καραμανλής να περάσει το νόμο 815 και είχαν παραλύσει όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Όλοι οι πρωτοετείς φοιτητές είχαν γυρίσει στα σπίτια τους, εγώ έμεινα στην Πάτρα γιατί είχα βρεί μια 3μηνη σύμβαση με τον Φυτοπαθολογικό σταθμό της Πάτρας και δεν μπορούσα να φύγω.
Οταν κάποια στιγμή ξαναρχίσαν τα μαθήματα, ο Απόστολος αποφάσισε να μην συνεχίσει στην Πάτρα το Βιολογικό και πήγε στην Γκρενόμπλ στο Γεωλογικό. (Γυναίκα πρέπει να ήταν στην μέση). Έτσι δεν μπορούσα να κρατήσω το σπίτι μόνος μου και μετακόμισα στην Αγυιά, στην Παμίσου 32, στο τρίτο δωμάτιο που ήταν άδειο.
Το σπίτι ήταν στα 40 μέτρα από τις γραμμές του τραίνου, και όταν περνούσε το τραίνο, τρίζανε τα τζάμια. Το πιό σπαστικό ήταν το τραίνο που περνούσε στις 2 τα μεσάνυχτα, πέρασε καιρό να το συνηθίσω και να μην με ξυπνάει.
Η πολυκατοικία αυτή ήταν πράγματι μοναδική.
Πρώτα απ’όλα, το νούμερό της, το 32, ήταν στην λάθος πλευρά του δρόμου. Ηταν στην πλευρά με τους μονούς αριθμούς. Δηλαδή, στο ίδιο πεζοδρόμιο ήταν το 29, 31, 32, 33, 35 κλπ. Ενώ από απέναντι υπήρχε μία μονοκατοικία, με το σωστό νούμερο, 32. Στον δρόμο αυτό, υπήρχαν δύο “Παμίσου 32”. Και ο δρόμος, από “Παμίσου” είχε μετονομαστεί σε … καταλαβαίνετε.
Παμίσου 32 και η αυλή του Λαλάκη
Το ισόγειο ήταν …. υπόγειο! Όπως έμπαινες στην πολυκατοικία, έπρεπε να κατέβεις ορισμένα σκαλάκια για να μπεις στο ασανσέρ που έγραφε “Ισόγειο”. Στην ουσία το ισόγειο ήταν ημιυπόγειο και ο πρώτος όροφος που μέναμε εμείς ήταν ημιόροφος, φαίνεται στην φωτογραφία όπου η βεράντα ήταν στο μέσον της πόρτας.
Επειδή λοιπόν το ισόγειο ήταν υπόγειο, υπήρχε μόνο ένα διαμέρισμα που έβλεπε σε ένα ακάλυπτο χώρο, που είχε γίνει αυλή για το διαμέρισμα αυτό, για αλλιως δεν θα έμπαινε φώς από πουθενά.
Εμείς είχαμε το απο πάνω διαμέρισμα και το μπαλκόνι μας έβλεπε την αυλή του απο κάτω διαμερίσματος. Και στο επίπεδο του δρόμου, βλέπαμε τις γραμμές του τραίνου.
Στον δεύτερο, πάνω από μας, έμενε ο Ιορδανίδης, καθηγητής του Μαθηματικού, που μας έκανε Αριθμητική Ανάλυση στο δεύτερο έτος. Τον είδαμε 1-2 φορές όλο κι όλο, καλημέρα-καλησπέρα, μόνο αυτά είπαμε.
Στον τελευταίο όροφο, έμενε ο ιδιοκτήτης. Μάλλον είχε το οικόπεδο και έχτισε την πολυκατοικια. Ηταν και διαχειριστής. Καθε χρόνο, του Αγίου Αντρέα, 30 Νοεμβρίου, έκανε γιορτή για την γυναίκα του, Νίκη από το Ανδρονίκη, και καλούσε όλους τους κάτοικους της πολυκατοικίας. Την ίδια μέρα άναβε και το καλοριφέρ.
Δεν είχε σημασία αν χτυπούσαν τα δόντια μας από το κρύο τον Νοέμβριο, το καλοριφέρ θα άναβε στις 30 Νοεμβρίου.
Βασικά δεν κάναμε πολύ φασαρία γιατί δεν ερχότανε πολύς κόσμος να μας δει. Ήμαστε μακρυά και δεν υπήρχαν εστιατορια, καφετέριες κλπ. Η πιο κοντινή καφετέρια ήταν ο Πελεκάνος.
Στο ισόγειο, κάτω από μας, έμενε ένας αεροπόρος, δούλευε στο αεροδρόμιο του Άραξου, σχετικά νεαρός, με ένα παιδάκι. Ερχότανε, χτυπούσε την πόρτα και έκανε παράπονα ότι κάναμε φασαρία το προηγούμενο βράδυ . Μέχρι που έκανε παράπονα μια μέρα που δεν είχαμε μείναμε στο σπίτι το προηγούμενο βράδυ.
Την πρώτη φορά που ήρθε ο αεροπόρος να μας κάνει παράπονα, δεν καταλάβαμε τι ακριβώς εννοούσε, και μόλις έφυγε, μας λέει ο Ηλίας “ασε ρε τον Λαλάκη, ούτε ξέρει τι λέει“. Αυτό ήταν. Του έμεινε το όνομα. Ο Λαλάκης, η γυναίκα του Λαλάκη, το παιδί του Λαλάκη, δεν ασχοληθήκαμε να μάθουμε τα ονόματά τους.
Χρειάστηκε και μεις να πάμε να χτυπήσουμε την πόρτα του Λαλάκη γιατί ένα μπαλάκι που είχαμε έπεφτε ορισμένες φορές στην αυλή του. Άνοιγε την πόρτα η γυναίκα του Λαλάκη, αρκετά νεαρή και αυτή, και πολύ ευγενική, μας έδινε το μπαλάκι. Μια φορά μάλιστα μας έδωσε και ένα ολόκληρο καρπούζι, μάλλον μας λυπήθηκε, δεν ξέρω γιατί.
Στο τριάρι αυτό μείναμε 2 χρόνια, στο τελευταίο έτος, έφυγε ο Κοσμάς, έπιασε μία γκαρσονιέρα με την Μαρία στη οδό Θεσσαλονίκης, κι’εγώ με τον Ηλία μετακομίσαμε στο διπλανό διαμέρισαμα του ίδιου ορόφου που ήταν δυάρι που έβλεπε στον δρόμο, όχι στις γραμμές του τραίνου. Εκεί μείναμε ένα χρόνο, μέχρι που τελειώσαμε το τέταρτο έτος και φύγαμε από την Πάτρα, και δεν είχαμε Λαλάκη από κάτω.
Δεν μπορώ να πώ ότι μας έλειψε.